Οι δύο παράμετροι που καθορίζουν τη θερμική συμπεριφορά των κατασκευών, είναι η θερμική αγωγιμότητα και η θερμοχωρητικότητα των δομικών τους στοιχείων. Η πρώτη παράμετρος αφορά στην ευκολία με την οποία μεταφέρεται η θερμότητα μέσα από τις τοιχοποιίες και η δεύτερη αφορά στην ικανότητα των τοιχοποιιών να συγκρατούν την θερμότητα και να την αποθηκεύουν, ώστε να την αποδώσουν αργότερα.
Θερμική αγωγιμότητα
Ο ωμόπλινθος παρουσιάζει θερμική αγωγιμότητα της τάξης του 0,7 – 0,8 W/(m·K), ανάλογα την πυκνότητά του (1.400 – 1.990 kg/m αντίστοιχα). Στην περιοχή των Κορεστείων Καστοριάς η πυκνότητα των πλιθιών με άχυρο μετρήθηκε περίπου στα 1.700 kg/m,τιμή που δίνει συντελεστή θερμικής αγωγιμότητας κάτω από το 0,8 W/(m·K). Η τιμή αυτή είναι σαφώς καλύτερη από όλους τους φυσικούς λίθους. Αυτό σημαίνει ότι το πλιθί έχει καλύτερη θερμομονωτική συμπεριφορά από το έτερο παραδοσιακό υλικό, την πέτρα.
Θερμοχωρητικότητα
Ο ωμόπλινθος έχει καλύτερα θερμοχωρητικά χαρακτηριστικά από τους φυσικούς συμπαγείς λίθους, με αποτέλεσμα να αξιοποιεί καλύτερα τα βιοκλιματικά χαρακτηριστικά που είχαν συνήθως οι παραδοσιακές κατασκευές. Καθυστερεί το χειμώνα τη ροή θερμότητας, δηλαδή συγκρατεί τα θερμικά οφέλη της ημερήσιας προσπίπτουσας ηλιακής ακτινοβολίας και τα αποδίδει στη διάρκεια των νυχτερινών ωρών. Το καλοκαίρι καθυστερεί τη διείσδυση της ημερήσιας θερμότητας στα κτήρια.
Η θερμοχωρητικότητα των παραδοσιακών πλίνθινων κτηρίων, με τα συνήθη πάχη των τοιχοποιιών του κελύφους, ήταν ικανή να διατηρήσει, κατά τη διάρκεια των κρύων ημερών του χειμώνα, την εσωτερική θερμοκρασία εντός των ορίων άνεσης, για περισσότερο από 12 ώρες. Το καλοκαίρι εμπόδιζε ικανοποιητικά την εσωτερική υπερθέρμανση, έως ότου οι δροσερές νύχτες να αποφορτίσουν θερμικά την κατασκευή.
Το πάχος της παραδοσιακής τοιχοποιίας από ωμόπλινθους, που ήταν για το ισόγειο περίπου 60 cm, είναι ως προς την θερμομονωτική του ικανότητα, σύμφωνα με τα σημερινά δεδομένα του ενεργειακού κανονισμού της Ελλάδας (Κ.Εν.Α.Κ.), ανεπαρκές. Αυτό οφείλεται κυρίως στην αυστηροποίηση των συντελεστών θερμομόνωσης και την υπερτίμηση του ρόλου της, σε συνδυασμό με την υποβάθμιση του ρόλου της θερμοχωρητικότητας και πολύ λιγότερο στην ανεπάρκεια των συνδυαστικών θερμικών χαρακτηριστικών του πηλού.
Συμπεράσματα
Εξετάζοντας από ενεργειακή άποψη τα υλικά και τα δομικά στοιχεία τους, προκύπτει το συμπέρασμα ότι ένας συνδυασμός ικανής θερμοχωρητικότητας με μέτρια θερμομόνωση, δημιουργεί στο κτήριο τις ίδιες ή και μικρότερες ανάγκες για πρόσθετη συμβατική θέρμανση και ψύξη σε σύγκριση με ένα εξαιρετικά θερμομονωμένο κτήριο, που όμως δεν έχει την ικανότητα θερμοσυσσώρευσης.
Συμπερασματικά, ο συνδυασμός της θερμομονωτικής με τη θερμοχωρητική ικανότητα των ωμοπλινθοδομών, τις καθιστά, ως κτηριακό κέλυφος, από θερμική άποψη, πολύ ανώτερες από την άλλη διαδεδομένη παραδοσιακή δόμηση, τη λιθοδομή.