Η παραδοσιακή δόμηση στην Ελλάδα στηρίχτηκε σε δύο βασικά υλικά, την πέτρα και τον πηλό. Κύριο κριτήριο επιλογής του τρόπου δόμησης ήταν η διαθεσιμότητα των υλικών. Σε εποχές όπου οι μεταφορές ήταν πολύ δύσκολες και ακριβές, η ευκολία εύρεσης και η εγγύτητα των οικοδομικών υλικών ήταν αυτή που καθόριζε τις ακολουθούμενες λύσεις. Έτσι, σε ορεινές περιοχές κυρίαρχο οικοδομικό υλικό ήταν η πέτρα, σε αντίθεση με τις πεδινές περιοχές, όπου η πλειοψηφία των κατασκευών ήταν πλίνθινες.
Στην ελληνική βιβλιογραφία υπάρχει εκτενής ανάλυση των λιθόχτιστων κτισμάτων σε αντίθεση με τις πλινθόκτιστες κατασκευές, γεγονός που οφείλεται και στη διαδεδομένη άποψη ότι οι πλινθόκτιστες κατασκευές είναι συνήθως πρόχειρες, ευτελείς, φθηνές, απλές και άρα ανάξιες ανάλυσης.
Η σύγχρονη προσέγγιση της λαϊκής αρχιτεκτονικής παράδοσης επικεντρώνεται κατεξοχήν στο λιθόκτιστο κτηριακό απόθεμα. Η προβολή των πέτρινων παραδοσιακών κτηρίων από ερευνητές, μελετητές, ιστορικούς και εκπαιδευτικούς είναι ευρύτατη. Τα πρόσφατα χρόνια συνοδεύεται και από μία αύξηση της ζήτησης για την κατασκευή πέτρινων κτισμάτων, που βασίζεται στην αντίληψη, ότι η αξιόλογη αρχιτεκτονική μας παράδοση είναι τα πέτρινα κτήρια.
Η αντίληψη αυτή δεν ευσταθεί. Στις ορεινές περιοχές και σε βραχώδη εδάφη κυριαρχούσε η πέτρινη κατασκευή. Όμως στις πεδιάδες, στους κάμπους, στις κοιλάδες, στις παραποτάμιες περιοχές, σε κάθε γωνιά όπου περίσσευε χώμα, οι κατασκευές ήταν πλίνθινες. Πλίνθινα κτήρια μονώροφα, διώροφα, έως και τριώροφα, που μάρτυρες τους ακόμα σώζονται, ήταν κατοικίες φτωχών ανθρώπων, νοικοκυρόσπιτα και αρχοντόσπιτα, που στέγαζαν το σύνολο του κοινωνικού φάσματος των τοπικών πληθυσμών. Η πέτρα σε αυτούς τους τόπους, όταν υπήρχε, εξυπηρετούσε σε μεγάλο βαθμό, τη διάθεση επίδειξης οικονομικής ευμάρειας ή κοινωνικού στάτους.
ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΦΟΡΑ
Η χρήση του πηλού στον ελληνικό χώρο, ως οικοδομικό υλικό, είναι πολύ παλιά. Τεκμηριώνεται από την περίοδο της Νεολιθικής εποχής (6800-3200 π.Χ.) σε διάφορους οικισμούς. Η αρχιτεκτονική μορφή των κτηρίων διαφέρει κατά περιοχές και περιόδους και αντανακλά τις περιβαλλοντικές, οικονομικές και κοινωνικές μεταβολές που σημειώνονται.
Τα υλικά δόμησης είναι χοντροί ξύλινοι πάσσαλοι, καλάμια, πηλός (αχυροπηλός ή πλιθιά) και πέτρα για τα θεμέλια και την ανωδομή (τοίχοι), ενώ για τη στέγαση χρησιμοποιούνται κορμοί δένδρων, καλάμια, πηλός και άχυρο. Κατά την αρχαιότερη Νεολιθική εποχή (6500 – 5800 π.Χ., Νέα Νικομήδεια – Βέροια, Σέσκλο – Βόλος) οι οικισμοί αποτελούνται κυρίως από πασσαλόπηκτες καλύβες, αλλά και από τοίχους με ξύλα και πηλό, με λίθινα θεμέλια (Αχίλλειο – Φάρσαλα, Κνωσός).
Από τη μέση Νεολιθική περίοδο (5800 – 5300 π.Χ., Νέα Μάκρη – Αττική) κτίζονται, για πρώτη φορά, κτήρια με λίθινα θεμέλια και τοίχους από ωμές πλίνθους (άψητα τούβλα από μίγμα πηλού και άχυρου).
Η ίδια τεχνική του ωμόπλινθου συνεχίζεται και κατά νεότερη Νεολιθική περίοδο (5300 – 4500 π.Χ., Διμήνι-Βόλος), παράλληλα με την κατασκευή πασσαλόπηκτων κτισμάτων, που κατασκευάζονται από κατακόρυφα τοποθετημένους κορμούς δένδρων και κλαδιά, τα οποία επενδύονται εσωτερικά και εξωτερικά με μάζες αχυροπηλού (Φωτολείβος – Δράμα, Δισπηλιό Καστοριάς).
Δισπηλιό, Καστοριά: αναπαράσταση οικιών στον παραλίμνιο οικισμό. Ορθογώνιο κτίσμα Κυλινδρικό κτίσμα
Δισπηλιό, Καστοριά: αναπαράσταση διαφορετικών φάσεων κατασκευής
Η επόμενη χρονολογικά αποδεδειγμένη χρήση πηλού ως οικοδομικό υλικό στον Ελληνικό χώρο, βρίσκεται στον προϊστορικό οικισμό Ακρωτηρίου Θήρας, που καταστράφηκε περίπου το 1600 π.Χ. από την έκρηξη του ηφαιστείου της Σαντορίνης. Οι ηφαιστειογενείς επιχώσεις που προκλήθηκαν τον σκέπασαν και τον συντήρησαν, προσφέροντας σήμερα πολύτιμες πληροφορίες μεταξύ άλλων και για τον τρόπο δόμησης της εποχής. Ο πηλός χρησιμοποιούνταν με τη μορφή πλιθιού. Οι τεχνικές που ακολουθούνταν ήταν παραπλήσιες με αυτές που ίσχυαν και μετέπειτα για τις πλινθόκτιστες κατασκευές στην Ελλάδα, μέχρι και τα μέσα του προηγούμενου αιώνα.
Καλοδιατηρημένες πλινθόκτιστες κατασκευές, από τις οποίες μπορούμε να αντλήσουμε πληροφορίες, υπάρχουν σε όλες τις πεδινές περιοχές της Ελλάδας. Οι περισσότερες είναι κατασκευασμένες από τα τέλη του 19ου αιώνα έως και τα τέλη της δεκαετίας του 1960, οπότε ο πηλός αντικαταστάθηκε από το σκυρόδεμα και το τούβλο.